φρεναριστός

φρεναριστός
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση φρεναρίσματος (βλ. λ.), αυτός που είναι στη διάρκεια φρεναρίσματος: Το αυτοκίνητο στον κατήφορο ερχόταν φρεναριστό και τον χτύπησε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φρεναριστός — ή, ό, Ν αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση πέδησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”